- μακρόχηλος
- μακρό-χηλος, ον,A with long hoofs, v.l. in Str.17.3.19.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μακρόχηλος — μακρόχηλος, ον (Α) (για ζώο) αυτός που έχει μακριές, επιμήκεις οπλές. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + χηλος (< χηλή «οπλή»), πρβλ. δί χηλος, μονό χηλος] … Dictionary of Greek
μακρ(ο)- — (AM μακρ[ο] ) α συνθετικό λέξεων που ανάγεται στο επίθ. μακρός, ά, όν ή στο επίρρ. μακρῶς και σημαίνει ότι το δηλούμενο από το β συνθετικό χαρακτηρίζεται από: 1) μεγάλο μήκος, μέγεθος ή ποσότητα (πρβλ. μακραύχην, μακρόθυμος, μακρολαίμης,… … Dictionary of Greek